ινωδόλυση

ινωδόλυση
η
ιατρ. εξεργασία που οδηγεί, φυσιολογικά ή παθολογικά, στην καταστροφή τού θρόμβου τού ινώδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. νόθου σύνθ., πρβλ. γαλλ. fibrinolyse < fibrine «ινώδες» + lyse (πρβλ. λύση)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πλασμίνη — η, Ν (βιοχ.) πρωτεάση που εξασφαλίζει την ινωδόλυση και μπορεί να απελευθερώσει κινίνες από τα κινινογόνα και η οποία υπάρχει στο πλάσμα τού αίματος υπό ανενεργό μορφή, γνωστή ως πλασμινογόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. plasmin <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”